Οι περισσότεροι έφηβοι που πάσχουν από μακρά Covid αναρρώνουν μέσα σε δύο χρόνια, σύμφωνα με τη μεγαλύτερη μελέτη του είδους της. Ωστόσο, οι ερευνητές δεν έχουν κατανοήσει ακόμη γιατί ορισμένα παιδιά εξακολουθούν να έχουν προβλήματα υγείας δύο χρόνια μετά την αρχική μόλυνση.
Με επικεφαλής ειδικούς από το University College του Λονδίνου (UCL), η μελέτη εξέτασε δεδομένα για χιλιάδες παιδιά και εφήβους. Νέοι ηλικίας 11 έως 17 ετών ρωτήθηκαν για την υγεία τους τρεις, έξι, 12 και 24 μήνες μετά τη διένεργεια τεστ PCR, μεταξύ Σεπτεμβρίου 2020 και Μαρτίου 2021. Από τους 12.632 εφήβους και μεγαλύτερα παιδιά που συμμετείχαν στη μελέτη, 943 βρέθηκαν θετικοί και απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με την κατάσταση της υγείας τους τρεις, έξι, 12 και 24 μήνες μετά την αρχική τους εξέταση. Από αυτούς, 233 κρίθηκαν ότι έπασχαν από μακρά Covid τρεις μήνες μετά την αρχική διάγνωση. Στους έξι μήνες, 135 εξακολουθούσαν να έχουν συμπτώματα μακράς Covid, σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Communications».
Τα παιδιά και οι έφηβοι ορίστηκαν ως πάσχοντες από μακρά Covid εάν παρουσίαζαν για τουλάχιστον τρεις μήνες περισσότερο από ένα συμπτώματα, όπως κούραση, δυσκολία στον ύπνο, δύσπνοια, πονοκέφαλο, παράλληλα με προβλήματα κινητικότητας, πόνο, δυσφορία, έντονη ανησυχία ή θλίψη. Μετά από ένα χρόνο, 94 άτομα εξακολουθούσαν να έχουν μακρά Covid. Ο αριθμός αυτός μειώθηκε σε 68, δύο χρόνια μετά το αρχικό θετικό τεστ, σύμφωνα με την έρευνα, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη στον κόσμο διαχρονική μελέτη για τη μακρά Covid στα παιδιά
Οι ειδικοί τόνισαν ότι αυτό σημαίνει ότι το 70% που είχε μακρά Covid τρεις μήνες μετά τη μόλυνση είχε αναρρώσει σε διάστημα δύο χρόνων. Ωστόσο, το 30% δεν είχε αναρρώσει. Αυτά τα παιδιά ανέφεραν κατά μέσο όρο πέντε έως έξι συμπτώματα σε κάθε εξέταση. Τα πιο κοινά συμπτώματα ήταν κόπωση, δυσκολία στον ύπνο, δύσπνοια και πονοκέφαλος.
Οι μεγαλύτεροι έφηβοι και οι λιγότεροι προνομιούχοι είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν μακρά Covid, διαπίστωσαν οι ειδικοί. Επίσης, τα κορίτσια ήταν πιο πιθανό να έχουν μακρά Covid σε σχέση με τα αγόρια, αν και η μελέτη δεν έλαβε υπόψη την έμμηνο ρύση και το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο. Οι συγγραφείς τόνισαν επίσης ότι τα παιδιά βρέθηκαν θετικά πριν κυριαρχήσουν οι παραλλαγές Δέλτα και Όμικρον, επομένως τα ευρήματα μπορεί να μην αντικατοπτρίζουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των παραλλαγών του ιού.
«Αυτή η μελέτη δείχνει και πάλι ότι παθήσεις όπως η μακρά Covid τείνουν να επηρεάζουν τους λιγότερο προνομιούχους στην κοινωνία- νέους και ηλικιωμένους» δήλωσε ο Δρ. Νέιθαν Τσίταμ από το King’s College.
«Αυτά τα ευρήματα τονίζουν την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι βαθύτερες αιτίες της κακής υγείας, όπως οι κακές συνθήκες στέγασης, το οικονομικό άγχος και η άνιση πρόσβαση στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, εάν θέλουμε να εστιάσουμε στην πρόληψη της ασθένειας» κατέληξε ο ερευνητής.
ΠΗΓΗ: Guardian